Συναντήσεις στο Καστελόριζο

Το παρακάτω κείμενο το έγραψε η Ροζίνα Καστρινάκη για το ταξείδι μας στα Δωδεκάνησα.

Ήταν πριν 10 χρόνια περίπου, όταν πήγα για πρώτη φορά στο Καστελόριζο. Μπαίνοντας από τα ανοικτά στο λιμάνι, η πρώτη εντύπωση που έχεις είναι ότι βρίσκεσαι ξαφνικά σ’ ένα θεατρικό σκηνικό. Ένα λιμάνι σε σχήμα «Π» και περιμετρικά χτισμένα τα σπίτια που επεκτείνονται μέχρι πάνω στο λόφο. Όλα σε ρυθμό μάλλον ιταλικό, όπως σε όλα τα Δωδεκάνησα, μόνο που τα περισσότερα είναι αφημένα σε μια γλυκιά εγκατάλειψη και ανάμεσά τους αρκετά πρόσφατα ανακαινισμένα.

Το λιμάνι ευρύχωρο αλλά άδειο. Μόνο μερικές ξύλινες μικρές ψαρόβαρκες, λίγα καϊκάκια, ένα-δυο σύγχρονα μικρά ταχύπλοα. Τα νερά αστραφτερά, διάφανα και πεντακάθαρα. Στην βόρεια άκρη του λιμανιού ένα μικρό ξενοδοχείο πάνω στη θάλασσα, που λες και έχει ξεπηδήσει από το ’60.

Όλα είναι ήρεμα, ακούνητα, λαμπερά, λουσμένα στο έντονο φως του καλοκαιριού. Κάμποσοι ντόπιοι, αρκετοί Ελληνο-Αυστραλοί που κατάγονται από το Καστελόριζο και ξεκαλοκαιριάζουν στα πατρογονικά σπίτια, λίγοι τουρίστες.

Και ξαφνικά, την ησυχία του απομεσήμερου διακόπτει ενοχλητικά ο θόρυβος μηχανών και σε δευτερόλεπτα ένα motor yacht «εισβάλει» στο λιμάνι. Δένει στο κεφάλι του μώλου και αρχίζουν να ξεπετάγονται 2-3 Φιλιππινέζοι ναύτες και ο καπετάνιος. Επιβάτες κανείς! Αργότερα μόνο, όταν άρχισε να καταλαγιάζει η ζέστη και να πέφτει ο ήλιος προς τη δύση του, φάνηκαν κι αυτοί. Ο ιδιοκτήτης - γνωστός βιομήχανος μετά της συζύγου του (εκείνη την εποχή εμφανιζόταν συχνά τις σελίδες celebrity περιοδικών) - ένα άλλο ζευγάρι και ένας πασίγνωστος από τότε, δημοσιογράφος με τη γυναίκα του.

Ντυμένοι όπως αρμόζει σε κυριλέ σκαφάτους, κάνουν μια μικρή βόλτα στο λιμάνι και ξαναμπαίνουν γρήγορα στο σκάφος.
Είναι η ώρα προχωρημένου δειλινού πια, τα πάντα έχουν πάρει ένα ροζ-μωβ χρώμα. Τα λιγοστά ψαροταβερνάκια έχουν βγάλει τα τραπέζια τους στο μώλο, έχουν αρχίσει να ανάβουν δειλά-δειλά τα πρώτα φώτα, η εικόνα είναι πραγματικά μαγευτική.

Οι επιβάτες δεν βλέπουν τίποτα, δεν απολαμβάνουν ούτε μια εικόνα, δεν αντιλαμβάνονται το παραμικρό. Απλά, «χώνονται» στο εσωτερικό και κλείνουν την πόρτα. Και σε δευτερόλεπτα, οι γεννήτριες παίρνουν μπροστά... κάνει ζέστη και το air condition είναι βλέπεις απαραίτητο!! Η βουή των μηχανών τελείως παράφωνη και παράταιρη. Συγχρόνως οι ναύτες μπαινοβγαίνουν με φαγητά και ποτά. Και μετά αρχίζει η μπιρίμπα μέχρι το ξημέρωμα... Και οι γεννήτριες συνεχίζουν να δουλεύουν μέσα στην απόλυτη ησυχία της καλοκαιρινής νύχτας.

Την ίδια στιγμή, αυτή του δειλινού δηλαδή, σ’ένα τραπεζάκι μιας ταβέρνας, μπροστά στο αραγμένο motor yacht, ένας μεσήλικας απλά ντυμένος, απολαμβάνει ούζο με χταποδάκι. Σαν Έλληνας έδειχνε, μας έπιασε όμως τη συζήτηση στα αγγλικά ρωτώντας για το καΐκι μας επειδή του είχε κάνει εντύπωση πόσο καλά διατηρημένο ήταν. Ρώτησε και μια κοπέλα που ήταν μαζί μας αν ήταν Αμερικανίδα και πού σπούδαζε. Πιάσαμε συζήτηση για ξύλινα παραδοσιακά σκαριά και Αμερικάνικα πανεπιστήμια, για την ομορφιά του Καστελόριζου και την ηρεμία που αποπνέει. Απ’ότι καταλάβαμε ήξερε καλά τους ντόπιους και τον γνώριζαν κι εκείνοι καλά επίσης. Μας είπε ότι έρχεται συχνά στο νησί για ξεκούραση.

Φεύγοντας, μας έδωσε την κάρτα του, με σκάφος ήταν κι αυτός, αραγμένο αρόδου στον διπλανό κολπίσκο. Μια απλή, ξύλινη, παραδοσιακή Τούρκικη goulet ήταν το σκάφος του και αυτός τραπεζίτης και βιομήχανος, ο μεγαλύτερος ίσως και πιο γνωστός στην Τουρκία.

 

Το σημείο όπου η “Φανερωμένη” ήταν αραγμένη στο λιμάνι της Μεγίστης. Για να δείτε πιο λεπτομερώς την εικόνα, πατήστε εδώ.