Χηνίτσα
Κάθε χρόνο συνηθίζω στο τέλος κάθε ταξιδιού να καταλήγω στο Πόρτο Χέλι όπου περνάω αρκετές μέρες χαλαρώνοντας από την κούραση του καλοκαιριού.
Τον Σεπτέμβριο του 2000, επιστρέφοντας από το καλοκαιρινό ταξείδι μου με την “Φανερωμένη” – εκείνη τη χρονιά στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες – σταμάτησα στον Μώλο της Ύδρας για ένα βράδυ. Το επόμενο μεσημέρι, 5 Σεπτεμβρίου, κατευθύνθηκα προς το λιμάνι του Πόρτο Χελίου. Μαζί μου ήταν η Ροζίνα Καστρινάκη, η Μίρκα Συμεωνίδου και φυσικά ο αχώριστος Νάξος. Φτάνοντας έξω από το νησάκι Χηνίτσα (1,5 ν.μ. από το λιμάνι του Πόρτο Χελίου), αποφασίζουμε να σταματήσουμε για μπάνιο και φαγητό. Ο καιρός πολύ ωραίος, λιακάδα, καλοκαίρι. Φουντάρουμε αρόδου στις 13:30 στον κολπίσκο που σχηματίζεται μεταξύ του μικρού νησιού και της ξηράς. Συνήθως στο σημείο αυτό είναι αγκυροβολημένα και άλλα σκάφη, γιατί τα νερά είναι πολύ ελκυστικά, έξω υπάρχει μια μικρή παραλία και μια ψαροταβέρνα η οποία είναι κυριολεκτικά επάνω στην θάλασσα. Αφού κολυμπήσαμε γύρω από το καΐκι, βγαίνουμε έξω με το φουσκωτό βαρκάκι για να καθίσουμε στην ταβέρνα.
Απόσταση από το σκάφος μέχρι το μωλάκι της ταβέρνας όχι περισσότερο από 100 μέτρα. Στο διπλανό μας τραπέζι έτρωγε μια παρέα Ελλήνων του εξωτερικού οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον για την “Φανερωμένη” και έτσι γνωριστήκαμε. Κατά την διάρκεια του φαγητού, ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή είχε ήλιο και άπνοια, παρατήρησα ότι από την δύση άρχισαν να σχηματίζονται κάποια σύννεφα. Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας και ζητήσαμε τον λογαριασμό, άρχισε να φυσά ένα ελαφρό αεράκι από τα δυτικά και να δημιουργείται κάποια συννεφιά. Αφού πληρώσαμε, μπήκαμε στο βαρκάκι μας για να πάμε στο σκάφος.
Έρχονται τότε οι φίλοι από το διπλανό τραπέζι να μας ξεπροβοδίσουν και μας ρωτάνε αν μπορούν να μας φωτογραφίσουν, για να θυμούνται την συνάντηση μας. Καθυστερούμε λίγο να ξεκινήσουμε, προκειμένου να τραβηχτούν οι φωτογραφίες.
Στα λεπτά που μεσολαβούν για την φωτογράφιση, άρχισε να φυσάει πολύ δυνατός αέρας, λες κι ο Αίολος πάτησε ένα κουμπί και ο άνεμος που τον είχε σφικτά δεμένο στον ασκό του, επειδή πνιγόταν ήθελε να ξεφύγει και να ορμήσει έξω όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. Ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο, ξαφνικά να δημιουργείται σε δευτερόλεπτα τόσο μεγάλης έντασης άνεμος! Συγχρόνως τρομερή μαυρίλα και αξιόλογος κυματισμός.
Οι μεγάλες ομπρέλες που υπήρχαν σε κάθε τραπέζι σηκώθηκαν στον αέρα και άρχισαν να υπερίπτανται μαζί με τις πλαστικές καρέκλες. Αμέσως φεύγω με το βαρκάκι γρήγορα, κατευθυνόμενος στο καΐκι το οποίο, όπως είπα, δεν απείχε πάνω από 100 μέτρα από το σημείο που βρισκόμασταν. Στον ελάχιστο χρόνο που χρειάστηκε για να καλύψουμε αυτή την απόσταση όλες οι συνθήκες χειροτέρεψαν και δημιουργήθηκε πλέον μεγάλος κυματισμός, τέτοιος που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ανέβουν από το βαρκάκι στο καΐκι, επειδή ανεβοκατέβαινε σε σχέση με το σκάφος, κουνούσε πάρα πολύ και επί πλέον μας έλουζε και κύμα. Τελικά κουτρουβαλώντας και με κίνδυνο να πέσουν στο νερό καταφέρνουν να βρεθούν μέσα στο σκάφος.
Στον ελάχιστο χρόνο που διαδραματίζονται τα ανωτέρω το βαρύ καΐκι των 50 τόνων έκανε στροφή 180 μοιρών, ωθούμενο από τον άνεμο, η άγκυρα άρχισε να ξεσέρνει και το σκάφος πλέον κατευθυνόταν με ταχύτητα στα βράχια της ακτής. Αμέσως βάζω μπροστά την μηχανή και φωνάζω στην Μίρκα, η οποία είναι πολύ καπάτσα, να πάρει επάνω την άγκυρα με τον ηλεκτρικό εργάτη.
Επίσης λέω στη Ροζίνα να αρχίσει να λύνει τα σχοινάκια που συγκρατούν τις τέντες ώστε να προσπαθήσει να τις μαζέψει, γιατί οι τέντες με τον πολύ δυνατό αέρα λειτουργούσαν σαν πανιά και ωθούσαν το καΐκι με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη προς τα βράχια.
Τα κύματα εν τω μεταξύ είχαν μεγαλώσει τόσο που έλουζαν πλέον όλο το καΐκι και εμάς βεβαίως. Η Μίρκα μου φωνάζει ότι ο εργάτης δεν έχει την απαιτούμενη δύναμη για να σηκώσει την άγκυρα και έτσι δεν μπορεί να την πάρει απάνω, η Ροζίνα φωνάζει ότι τα σχοινάκια έχουν σφίξει τόσο πολύ, που δεν λύνονται. Η “Φανερωμένη” εν τω μεταξύ έχει έλθει με την μπάντα στα βράχια που σχεδόν τα έχει ακουμπήσει, ίσως να τα ακούμπησε κιόλας ελαφρά.
Μέσα σε αυτή την κόλαση και καταλαβαίνοντας ότι από στιγμή σε στιγμή τα μεγάλα πλέον κύματα και ο απίστευτης έντασης άνεμος θα τσακίσουν το καΐκι στα βράχια αποφασίζω να βάλω την μηχανή στο ανάποδα, λαγουδέρα όλο αριστερά, ριψοκινδυνεύοντας όμως η προπέλα του καϊκιού να βρει στις πέτρες του βυθού. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, έπρεπε να το ριψοκινδυνέψω. Το σκάφος με ανάποδα δεν συγκινείται καθόλου, βάζω και άλλο γκάζι τίποτα, τότε αποφασίζω να δώσω όλες τις στροφές της μηχανής στα ανάποδα, ενέργεια την οποία δεν έχω ξανά δοκιμάσει ποτέ και επίσης δεν ενδείκνυται για κανένα σκάφος σε καμία περίπτωση. Η μηχανή βρυχάται το καΐκι δονείται ολόκληρο σε ανησυχητικό βαθμό, άλλα τότε πολύ ανεπαίσθητα αρχίζει να κινείται όπισθεν, στρίβοντας λιγάκι την πρύμνη προς τον καιρό.
Πρώτη ανάσα ανακούφισης.
Συνεχίζω έτσι και πράγματι το σκάφος σιγά σιγά στρίβει και συνεχίζει να κινείται ανάποδα. Σύντομα η πρύμνη του καϊκιού βρίσκεται κόντρα στα κύματα, το καΐκι κινείται ανάποδα πολύ αργά, άλλα τα κύματα είναι πλέον τόσο μεγάλα, που καβαλάνε την πρύμνη και μπαίνουν ζωντανά μέσα στο σκάφος. Η άγκυρα εν τω μεταξύ μέσα στο νερό να την ξεσέρνουμε, αλλά τώρα με αντίθετη κατεύθυνση, όχι προς την ακτή, αλλά απομακρυνόμενοι από αυτήν. Συνεχίσαμε για λίγο με τον ίδιο τρόπο και όταν απομακρυνθήκαμε κάπως από την ακτή και το βάθος σχετικά μεγάλωσε, η άγκυρα πλέον κρέμασε και έτσι η Μίρκα μπόρεσε να αρχίσει να την φέρνει επάνω. Τότε πλέον μειώνω στροφές και βάζοντας πρόσω, ορθοπλορώ.
Μόλις σταθεροποιήθηκε η κατεύθυνση του καϊκιού όρτσα στο κύμα και έχοντας λίγο απομακρυνθεί από την στεριά, λέω στην Ροζίνα να κρατήσει το τιμόνι, ώστε εγώ μαζί με την Μίρκα να ολοκληρώσουμε την διαδικασία σηκώματος της άγκυρας. Η διαδικασία αυτή δεν είναι απλή, στην “Φανερωμένη”, γιατί αφού έρθει η άγκυρα στη επιφάνεια της θάλασσας στη συνέχεια πρέπει να σηκωθεί με το καπόνι (επωτίς) ώστε να ασφαλιστεί η άγκυρα, στην κουπαστή του σκάφους. Όλη αυτή η εργασία είναι κοπιαστική και κάπως δύσκολη, ακόμα και με καλό καιρό…
Αμέσως μετά, προσπαθούμε να λύσουμε τα σχοινάκια των τεντών, για να τις κατεβάσουμε. Μάταια η προσπάθεια, καθώς αυτά με τον δυνατό αέρα είχαν σφίξει τόσο, που δεν έλυναν με τίποτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω το μαχαίρι που έχω πάντοτε σε πρώτη ζήτηση στο πιλοτήριο και τα κόβω. Έτσι μπορέσαμε να κατεβάσουμε τις τέντες. Αφού ολοκληρώθηκαν οι ανωτέρω εργασίες, χρειαστήκαμε πάνω από μια ώρα για να επιστρέφουμε στο ασφαλή κόλπο του Πόρτο Χελίου, μια απόσταση λιγότερη από 1,5 ν.μ., για την οποία υπό ομαλές συνθήκες δεν χρειάζεσαι περισσότερο από 15 λεπτά!
Τόσο κοντά στη καταστροφή δεν είχε ξαναβρεθεί η “Φανερωμένη”, με εξαίρεση την περιπετειώδη προσέγγιση στη διώρυγα της Κορίνθου, πριν έντεκα χρόνια, τον Αύγουστο του 1989.