Αντιξοότητες μεταξύ Λέσβου - Σκύρου - Αλοννήσου

Τον Ιούλιο του 1994 βρισκόμουν με την “Φανερωμένη” αγκυροβολημένος στο Σίγρι της Λέσβου. Τις ημέρες εκείνες φυσούσε δυνατό Μελτέμι. Για μεγαλύτερη ασφάλεια είχα δέσει στο νότιο μέρος της Χερσονήσου του Σιγρίου με άγκυρα από την πλώρη και κάβο από την πρύμη στα βράχια. Το πρόγραμμά μου ήταν σε λίγες ημέρες να αναχωρήσω από την Λέσβο και να πάω στον Άγιο Ευστράτιο. Την άλλη μέρα, θα συνέχιζα για την Αλόννησο. Στην Αλόννησο θα συναντούσα κάποιους φίλους οι οποίοι θα έρχονταν στο νησί για τον σκοπό αυτό.

Ο καιρός για αρκετές ημέρες ήταν φορτωμένος με οχτάρια, απαγορευτικά κ.λ.π. Εγώ λούφαζα στην υπήνεμη πλευρά του όρμου στο Σίγρι, περιμένοντας τον καιρό να ξεθυμάνει για να αποπλεύσω. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν internet και σχετικές ιστοσελίδες για να κοιτάζεις προβλέψεις καιρού και τα τοιαύτα, παρά έπρεπε να σηκωθείς νωρίς το πρωί και αν έπιανε στο σημείο που ήσουνα το ραδιόφωνο να ακούσεις, αν θυμάμαι καλά, στις 06:30 το δελτίο προς Ναυτιλλομένους.

Μετά από μερικές μέρες ο καιρός έδειχνε να μαλακώνει. Από βραδύς ρώτησα και κάτι ντόπιους ψαράδες, οι οποίοι διαβάζουν τα σημάδια και μου είπαν ότι και αυτοί πιστεύουν ότι το ερχόμενο πρωί ο καιρός θα είναι στρωτός. Μάλιστα, έχοντας δει και την “Φανερωμένη” τις προηγούμενες ημέρες, μου είπαν χαρακτηριστικά: Τι ανάγκη έχει το Πέραμα, αυτά τα σκάφη ταξιδεύουν με όλους τους καιρούς! Έτσι λοιπόν αποφάσισα να φύγω την επόμενη μέρα, στις 29 Ιουλίου.

Πέφτω να κοιμηθώ για λίγο και βάζω το ξυπνητήρι στις 04:00, ώστε να φύγω νωρίς το πρωί, που συνήθως ο καιρός είναι πιο πεσμένος. Βεβαίως, όσο να βγάλω τον Αργο έξω για τις εργασίες του, να λύσω τον κάβο από τα βράχια, να πάρω επάνω το εξωλέμβιο και να σηκώσω το βαρκάκι στα καπόνια ξόδεψα αρκετό χρόνο δεδομένου μάλιστα ότι ήμουν μόνος, με μόνη συντροφιά τον Άργο, ο οποίος δεν συνήθιζε να βοηθάει στις αγγαρείες... Παρόλα αυτά κατάφερα να φύγω πριν ξημερώσει, ώρα 05:45, με φώτα πορείας.

Αφού πέρασα το Μεγαλονήσι και ανοίχτηκα στο πέλαγος, είδα ότι ο καιρός ήταν μεν φρέσκος αλλά ταξιδευόταν. Μετά όμως από καμία δεκαριά μίλια ο καιρός άρχισε να δυναμώνει και ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσω με πορεία προς τον Άγιο Ευστράτιο, δεδομένου ότι τον είχα στην μπάντα και το καΐκι υπέφερε. Με αυτές τις συνθήκες αποφασίζω να αλλάξω πορεία και να κατευθυνθώ στην Σκύρο ώστε να έχω τον καιρό ελαφρώς δευτερόπρυμα.

Με την αλλαγή της πορείας η κατάσταση σχετικά βελτιώθηκε. Σιγά σιγά όμως ο αέρας όλο και δυνάμωνε και άρχισαν να σχηματίζονται πολύ μεγάλα κύματα. Αφού προχώρησα αρκετά και βρισκόμουν περίπου στα μισά της απόστασης Λέσβου-Σκύρου (η απόσταση μεταξύ Σιγρίου και Άγιου Φωκά της Σκύρου είναι 73 ν.μ.), οι συνθήκες είχαν γίνει πλέον εξαιρετικά αντίξοες. Τα κύματα διαπερνούσαν το καΐκι από την μια μπάντα στην άλλη. Το μπότζι ήταν τέτοιο που οι κουπαστές πότε από την μια μεριά και πότε από την άλλη ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στο κατάστρωμα υπήρχε συνεχώς τουλάχιστον μισό μέτρο νερό γιατί η θάλασσα δεν πρόφταινε να βγει από τα μπούνια. Το κούνημα του σκάφους ήταν απερίγραπτο. Ο Άργος ο οποίος ήταν τρομερός θαλασσόλυκος και ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε φοβηθεί, είχε βάλει την ουρά από κάτω. Ο καπετάνιος ο οποίος δεν φοβάται την θάλασσα, γιατί από μωρό έχει μεγαλώσει μέσα σε πλεούμενα και έχει αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες φουρτούνες, άρχισε να σκέπτεται πως είναι πιο φρόνιμο να αρχίσει να φοβάται...

Τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή δεν έχω ξανασυναντήσει!

Βρισκόμουν στην μέση του Β. Αιγαίου Πελάγους και σε κοντινή απόσταση δεν υπήρχε τίποτα. Να επιστρέψω στην Λέσβο θεώρησα ότι οι συνθήκες μάλλον θα ήταν χειρότερες από το να συνεχίσω προς την Σκύρο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε παρά να συνεχίσω την πορεία μου, ελπίζοντας ότι δυτικότερα η κατάσταση ίσως βελτιωνόταν. Επίσης η ταχύτητα του σκάφους με την μηχανή είχε μειωθεί δραματικά και η πρόοδος που έκανα ήταν πολύ μικρή. Βεβαίως με αυτές τις συνθήκες και μάλιστα μόνος μου ούτε σκέψη για σήκωμα κάποιου πανιού το οποίο θα μπορούσε ίσως να μετριάσει το μπότζι. Έτσι λοιπόν συνέχισα υπομένοντας καρτερικά…

Μετά από αρκετές ώρες αφάνταστης ταλαιπωρίας άρχισα να πλησιάζω την Σκύρο. Όσο πλησίαζα ο καιρός έδειχνε κάποια σημάδια κόπωσης. Τελικά, η “Φανερωμένη” άραξε στις 15:35 στον ωραίο και ασφαλή από τους βοριάδες κόλπο του Άγιου Φωκά, έχοντας διανύσει 73 ν.μ. από το Σίγρι. Άγκυρα από την πλώρη και κάβο από την πρύμνη στα βράχια, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Μετά την εξασφάλιση του σκάφους, έξοδος επιτέλους στην στεριά με τον Άργο, μετά από περίπου 10 ώρες. Με το που επιστρέφουμε στο καΐκι, πέφτω αμέσως ξερός για ύπνο, γεμάτος αλάτια και χωρίς δεύτερη σκέψη για φαγητό ή οτιδήποτε άλλο.

Το πρωί της 30 Ιουλίου σηκώνομαι στις 05:00 επειδή, όπως ανέφερα ήδη, ήθελα να πάω στην Αλόννησο όπου θα συναντούσα φίλους, οι οποίοι θα έφθαναν την επομένη μέρα. Αφού έγινε η καθιερωμένη έξοδος στη στεριά με τον Άργο, λύθηκε ο κάβος, πήρα επάνω το εξωλέμβιο, το βαρκάκι στα καπόνια και σηκώθηκε η άγκυρα, αποπλεύσαμε στις 05:55 με προορισμό την Αλόννησο. Ο καιρός καλός, καμία σχέση με την χθεσινή ημέρα, ένα εξαράκι. Για πανιά, αν και ο καιρός ήταν ευνοϊκός, το απέκλεισα γιατί ήθελα να κάνω κάποια οικονομία δυνάμεων, μετά το χθεσινό ξεπάτωμα. Μετά από λίγη ώρα όμως σήκωσα τις τέντες γιατί ο ήλιος άρχισε να είναι δυνατός. Με αυτές τις συνθήκες κάναμε αρκετή πρόοδο και σε λίγες ώρες ήμασταν στα νότια των νησιών Αδελφοί, 28 ν.μ. από τον Άγιο Φωκά της Σκύρου. Ωραία λιακάδα, η σημερινή ημέρα έμοιαζε παράδεισος μπροστά στην χθεσινή κόλαση.

Ο παράδεισος όμως δεν διαρκεί πολύ...

Ξαφνικά, ακούγεται ένας διαφορετικός ήχος από την μηχανή, σαν κάποιος να έβαλε τον μοχλό των ταχυτήτων στη θέση νεκρά. Κοιτάζω το χειριστήριο και διαπιστώνω πως ο μοχλός βρίσκεται στη θέση πρόσω. Σκέπτομαι ότι ίσως η ντίζα η οποία συνδέει το χειριστήριο με την ρεβέρσα να έχει φύγει από την θέση της ή να έχει σπάσει. Ώρα 09:45. Ελέγχω αυτές τις εκδοχές και διαπιστώνω ότι όλα είναι στην θέση τους, όμως η μηχανή δεν δίνει κίνηση στην προπέλα, με αποτέλεσμα φυσικά το καΐκι να μην κινείται. Αφού εξέτασα διάφορες άλλες πιθανές αιτίες χωρίς αποτέλεσμα, σκέφτηκα ότι το πιο φρόνιμο ήταν να σβήσω την μηχανή, η οποία δούλευε ούτως η άλλως άσκοπα και να προσπαθήσω να ηρεμήσω, να ανασυγκροτηθώ και να μου δοθεί ο χρόνος να σκεφτώ πιο ψύχραιμα, για το δέον γενέσθαι.

Έτσι και πράγματι έκανα.

Ξάπλωσα στο καναπεδάκι του πρυμιού σπιράγιου, ηρέμησα και σκέφτηκα πιο ψύχραιμα τις ενέργειες που έπρεπε να κάνω. Έτσι λοιπόν αποφάσισα:
α) Να προσπαθήσω να επικοινωνήσω, μέσω V.H.F. (συσκευή ασύρματης επικοινωνίας πλοίων) - δεν υπήρχαν τότε κινητά τηλέφωνα - με τον μηχανικό κύριο Αντώνη Μπεκατώρο, ο οποίος έχει αναλάβει την συντήρηση της μηχανής Kelvin της “Φανερωμένης”, προκειμένου να μου δώσει οδηγίες.
β) Να ξαναδιαβάσω πολύ προσεκτικά τις οδηγίες της μηχανής Kelvin, μήπως ανακαλύψω κάτι που τυχόν μου είχε διαφύγει μέχρι τώρα.
γ) Σε περίπτωση που τα ανωτέρω απέβαιναν άκαρπα, να σηκώσω τα πανιά και ιστιοδρομώντας να κατευθυνθώ στον προορισμό μου.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησα την προσπάθεια επικοινωνίας με το V.H.F. Δηλαδή να καλέσω το κέντρο, που τότε ονομάζονταν «Ελλάς Ράδιο» στο κανάλι 16, εν συνεχεία να με παραπέμψουν σε κάποιο άλλο κανάλι, να δηλώσω ποιό τηλέφωνο ήθελα να καλέσω και τέλος να περιμένω, ακούγοντας εν τω μεταξύ άλλα πλοία να συνομιλούν τηλεφωνικά, να έρθει η σειρά μου να με συνδέσουν με το επιθυμητό τηλέφωνο. Δυστυχώς όμως η επικοινωνία δεν ήταν εφικτή γιατί βρισκόμουν εκτός εμβέλειας του κοντινότερου παράκτιου σταθμού.

Μετά την άκαρπη προσπάθεια με το V.H.F., έπεσα στην μελέτη των οδηγιών της Kelvin. Δεν ξέρω πόσες φορές διάβασα πολύ προσεκτικά το σχετικό εγχειρίδιο, χωρίς να φωτιστώ. Οι συγκεκριμένες οδηγίες είναι στα Ελληνικά. Σκέφτηκα στη συνέχεια να διαβάσω προσεκτικά και το αντίστοιχο Αγγλικό, ελπίζοντας ότι οι Εγγλέζοι θα γράφουν κάτι πιο διευκρινιστικό. Αφού το έμαθα και αυτό απ έξω χωρίς αποτέλεσμα, εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια να κάνω την μηχανή να κινήσει το σκάφος.

Κατέληξα λοιπόν ότι η μόνη λύση είναι τα πανιά. Βέβαια, τα παλιά χρόνια που τα Περάματα ήταν φορτηγά και ταξίδευαν με τα πανιά τους, είχαν πλήρωμα πέντε έξη ψημένους ναυτικούς. Όπως προανέφερα μόνος επιβάτης - πλήρωμα ήταν ο Άργος ο οποίος δεν έχει μεγάλη εμπειρία στο σήκωμα των πανιών...

Έπρεπε λοιπόν ο καπετάνιος μόνος του, πρώτα να κατεβάσει τις τέντες και εν συνεχεία να σηκώσει τα τέσσερα πανιά της “Φανερωμένης”, δηλαδή την Πλωριά Ράντα, την Μεγίστη (Μαΐστρα), τον Αράπη και τέλος τον Κόντρα Φλόκο. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν εύκολη καθόλου, ιδίως μετά το μάζεμα των τεντών που ήμουν εκτεθειμένος στον ντάλα ήλιο. Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει σε τέτοιο σημείο στο πρόσωπο μου, που κατρακυλούσε στα γυαλιά μου, τα οποία τελικά με εμπόδιζαν να βλέπω. Αναγκάστηκα να βγάλω τα γυαλιά για να μπορέσω να συνεχίσω. Μετά από πολύ ώρα και πολύ μεγάλη κούραση είχα καταφέρει να σηκώσω και τα τέσσερα πανιά. Η “Φανερωμένη” άρχισε λοιπόν να κινείται μόνον με τα πανιά. Η ταχύτητα ήταν ικανοποιητική, γιατί όπως είπα και νωρίτερα είχαμε ένα εξάρι, αρκετό να κινήσει το βαρύ Πέραμα. Ανακούφιση!

Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα. Το καΐκι δεν ορτσάριζε αρκετά ώστε να πάμε στο λιμάνι Πατητήρι της Αλοννήσου που ήταν ο προορισμός μας. Βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις πηγαίνεις εκεί που θέλεις με κοντοβόλτια, αλλά χρειάζεσαι πολύ περισσότερο χρόνο και επί πλέον προσπάθεια. Επιπροσθέτως υπήρχε η περίπτωση η ένταση του ανέμου να μειωθεί με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση. Έκρινα ότι δεν είναι φρόνιμο να χάσω χρόνο και να σπαταλήσω την ημέρα καθώς και επιπλέον δυνάμεις και έτσι αποφάσισα να αλλάξω λίγο την πορεία μου και να κατευθυνθώ στον όρμο του Στάφυλου, στην Σκόπελο, ο οποίος είναι ασφαλής και τον γνωρίζω, επειδή έχω πάει και άλλες φορές. Έτσι και έκανα. Προχωρούσαμε ικανοποιητικά και η απόσταση αργά μεν αλλά σταθερά, μειωνόταν.

Κατά την διαδρομή άρχισε να με απασχολεί ένα πρόβλημα: Όταν θα έφτανα στον όρμο του Στάφυλου πώς θα κατάφερνα, σε περιορισμένο σχετικά χώρο, να μανουβράρω το δυσκίνητο με τα πανιά σκάφος μόνος μου και τέλος να αγκυροβολήσω εκεί ακριβώς που ήθελα. Σκέφτηκα ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να δέσω το φουσκωτό βαρκάκι στη μπάντα του καϊκιού, με μπαλονάκια ενδιάμεσα, να έχω βάλει στο βαρκάκι την μεγάλη εξωλέμβια και μόλις βρεθώ μέσα στο όρμο να κατεβάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ τα πανιά και με το βαρκάκι, σαν ρυμουλκό, να οδηγήσω το σκάφος ακριβώς εκεί που ήθελα.

Αφού λοιπόν πλησίασα αρκετά στον Στάφυλο, κατεβάζω το βαρκάκι από τα καπόνια και το δένω στο πλάι του καϊκιού, με μπαλονάκια ενδιάμεσα. Ως εδώ καλά, αλλά πώς κατεβαίνει τώρα η μεγάλη εξωλέμβια, την οποία ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα μόνος μου κατεβάσει στο βαρκάκι. Εκτός των άλλων, το σκάφος να είναι εν κινήσει και να υπάρχει κάποιος αξιόλογος κυματισμός ο οποίος ανεβοκατεβάζει το βαρκάκι σε σχέση με το καΐκι. Σε τέτοιες περιπτώσεις ανακαλύπτεις ότι ο άνθρωπος σε μεγάλη ανάγκη καταφέρνει το ακατόρθωτο!

Πρόσθεσα δε ένα λεπτό σχοινάκι στον διακόπτη που σβήνει την εξωλέμβια, το οποίο το ανέβασα στο σκάφος ώστε όταν θα πρέπει να σταματήσω την λειτουργία της να μην χρειαστεί να κατέβω στο βαρκάκι και μετά να ανέβω πάλι στο καΐκι, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, αλλά να μπορώ τραβώντας απλώς το σχοινάκι να σβήσω την εξωλέμβια. Επίσης έδεσα το τιμόνι της εξωλέμβιας στο μέσον ώστε το βαρκάκι να πηγαίνει ευθεία και να κατευθύνω το σκάφος μόνον από την λαγουδέρα του. Τέλος κρέμασα την άγκυρα στο νερό ώστε την στιγμή που θα έπρεπε να φουντραριστεί να είναι έτοιμη να πέσει αμέσως. Μετά από τις ανωτέρω ενέργειες, θεώρησα ότι ήμουν έτοιμος πλέον να οδηγήσω το καΐκι στον όρμο του Στάφυλου.

Όταν ήμουν σχεδόν στην είσοδο του κόλπου έβαλα μπροστά την εξωλέμβια και την άφησα να δουλεύει στην θέση πρόσω. Μόλις το καΐκι βρέθηκε πλέον στον κόλπο, το γρηγορότερο δυνατόν κατέβασα όπως όπως όλα τα πανιά. Η ταχύτητα του σκάφους μειώθηκε πάρα πολύ, μόλις που προχωρούσε. Αυτό ακριβώς ήθελα να συμβεί. Έτσι μπόρεσα με πολύ αργή ταχύτητα και απόλυτο έλεγχο να κατευθύνω το καΐκι ακριβώς εκεί που ήθελα. Μόλις έφθασα στο επιθυμητό σημείο, αμέσως τραβάω το σχοινάκι, σταματάει η λειτουργία της εξωλέμβιας και ρίχνω συγχρόνως την άγκυρα του σκάφους. Ώρα 15:30. Εν συνεχεία με το βαρκάκι προσθέτω κάβο στα βράχια, έτσι ώστε να είμαι δεμένος με άγκυρα από την πλώρη και κάβο από την πρύμη στα βράχια.

Έτσι πλέον η “Φανερωμένη” βρίσκεται με ασφάλεια δεμένη στο όρμο του Στάφυλου στη Σκύρο.

Αργότερα το απόγευμα, ήρθε στο Στάφυλο ο φίλος μου Πάρις Γιαννίκος με το μεγάλο φουσκωτό του που έχει ισχυρή μηχανή. Στις 20:30 αναχωρούμε με θάλασσα λάδι, ρυμουλκώντας την “Φανερωμένη” στο λιμάνι της Αλοννήσου, Πατητήρι, μια σχετικά μικρή απόσταση, 7 ν.μ.. Στις 22:30 μπαίνουμε στο λιμάνι. Εκεί μας περίμενε όλη η υπόλοιπη συντροφιά σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο.

Ο επίλογος της ιστορίας είναι ότι την επόμενη ημέρα ήρθε από την Αθήνα ο κύριος Αντώνης Μπεκατώρος, ο οποίος συντηρεί την μηχανή Kelvin της “Φανερωμένης”, αφαίρεσε από την ρεβέρσα την αντλία λαδιού που είχε πρόβλημα και την πήρε μαζί του στο εργαστήριο για να την επισκευάσει. Μετά δυο μέρες επέτρεψε με την αντλία επισκευασμένη, την τοποθέτησε πίσω στην θέση της και όλα δούλεψαν κανονικά. Μας εξήγησε δε, τι προξένησε το πρόβλημα: μέσα στην αντλία βρέθηκε ένα κομμάτι από σπασμένο κατσαβίδι. Προφανώς στο παρελθόν κάποιος θέλησε κάποτε να γυρίσει το μεγάλο γρανάζι της ρεβέρσας και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε ένα μεγάλο κατσαβίδι. Η μύτη του κατσαβιδιού έσπασε και έμεινε μέσα στην αντλία λαδιού της ρεβέρσας και κατακάθισε στον πάτο της, με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν εμπόδιζε την λειτουργία της όλα αυτά τα χρόνια. Τις προάλλες όμως στην διαδρομή Λέσβου-Σκύρου λόγω της σφοδρότητας των κυμάτων και του πρωτοφανούς κουνήματος (μπότζι) του σκάφους, το μικρό κομμάτι του κατσαβιδιού το οποίο κοιμόταν για χρόνια, μετατοπίστηκε και προκάλεσε την βλάβη στην αντλία λαδιού της ρεβέρσας με αποτέλεσμα η μηχανή να αδυνατεί να δώσει κίνηση στην προπέλα...

 

Η διαδρομή της “Φανερωμένης” από το Σίγρι της Λέσβου μέχρι το Πατητήρι της Αλοννήσου. Για να δείτε πιο λεπτομερώς την εικόνα, πατήστε εδώ.