Κόκκινος Βράχος

Ο «Κόκκινος Βράχος» είναι μια ιστορική τοποθεσία της Βούλας. Εκεί, το καλοκαίρι, συνέρεαν αρκετοί κάτοικοι της περιοχής για μπάνιο.

 

Ο Κόκκινος Βράχος όπως είναι σήμερα. Διακρίνονται τα κόκκινα βράχια απ’ όπου πήρε την ονομασία του.

(Φωτογραφικό αρχείο Νίκου Ε. Ρηγινού)

 

Στη θέση αυτή κατά τη δεκαετία 1950 – 1960 υπήρχε ένα εξοχικό κέντρο το οποίο ονομαζόταν «Φατούρος». Το κέντρο αυτό στη συνέχεια άλλαξε χέρια και μετονομάστηκε «Green Tortoise». Μετά από λίγα χρόνια η ονομασία του άλλαξε ξανά σε «Monte Carlo». Τότε, στο κτήριο προστέθηκε ένας όροφος που είχε δωμάτια μικρού ξενοδοχείου. Αργότερα μετονομάστηκε «Βο».

 

Άλλη άποψη του Κόκκινου Βράχου.

(Φωτογραφικό αρχείο Νίκου Ε. Ρηγινού)

 

Στο κέντρο αυτό μάλιστα, το 1956 διοργανώθηκε μια δεξίωση, από την Ναυτική Ένωση Βούλας (Ν.Ε.Β), ένα μικρό τότε λιμανάκι το οποίο ήταν παραπλεύρως, (o πατέρας μας ήταν Αντιπρόεδρος), προς τιμή του Σάββα Γεωργίου, ενός θρύλου της Ναυτικής Ελλάδος.

Ο Σάββας Γεωργίου ήταν ο πρώτος Έλληνας ο οποίος το 1956 μαζί με την γυναίκα του την Σου και τη “Χαρά”, ένα μικρό ιστιοπλοϊκό σκαφάκι 7,5 μέτρων χωρίς μηχανή, διέπλευσε τον Ατλαντικό Ωκεανό καταλήγοντας στο Τουρκολίμανο. Είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω αυτή την ξεχωριστή προσωπικότητα και τον εκτιμούσα πολύ.

Στους παρακάτω συνδέσμους μπορείτε να βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες: σύνδεσμος 1, σύνδεσμος 2, σύνδεσμος 3.

Παράλληλα με τους μεγάλους, στον «Κόκκινο Βράχο», υπήρχε και μια κατηγορία μικρών, εν είδει “συμμορίας”. Εμείς, ανήκαμε στους μικρούς και ήμασταν εκεί από νωρίς το πρωί μέχρι σχεδόν που έπεφτε ο ήλιος. Οι δραστηριότητές μας ήταν βουτιές, πατητές, γενικά πειράγματα προς τους μεγάλους και κάθε είδους σκανταλιά. Αποκορύφωμα όμως από όλες τις προαναφερθείσες δραστηριότητες, ήταν η συλλογή από τον βυθό της θάλασσας πολεμικών σφαιρών, τις οποίες είχαν ρίξει στη θάλασσα κατά την αποχώρησή τους οι Γερμανοί μετά την Κατοχή και εν συνεχεία διάφορες ομάδες ενόπλων κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Έτσι λοιπόν, πολλές ώρες ψάχναμε με την μάσκα τον βυθό για να ανασύρουμε την λεία πολέμου. Στη συνέχεια βγάζαμε από τις σφαίρες το βλήμα και αφαιρούσαμε την εκρηκτική γόμωση η οποία έμοιαζε με ψιλό μακαρόνι. Τέλος, αφού συγκεντρώναμε αρκετό υλικό εκρηκτικής ύλης, προκαλούσαμε εκρήξεις. Βεβαίως, υπήρχε μια ευγενής άμιλλα, ποιος θα συλλέξει περισσότερες σφαίρες και ποιος θα κάνει την πιο μεγάλη και εντυπωσιακή έκρηξη. Σε αυτό το περιβάλλον και σε αυτό τον περίγυρο η άφιξη της σχεδίας όπως καταλαβαίνετε, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ανέβηκαν κατακόρυφα οι μετοχές μας.

Ο πατέρας μας στον Κόκκινο Βράχο είχε φτιάξει ένα μωλάκι για να αφήνει τη βάρκα του, με την οποία πήγαινε λίγο πιο ανοιχτά, που ήταν αραγμένο αρόδου το μεγαλύτερο σκάφος του την εποχή εκείνη, η "Σαμιοπούλα".

 

Το λιμανάκι που είχε φτιάξει ο πατέρας μας στον Κόκκινο Βράχο, όπως είναι σήμερα. Εδώ αράξαμε την σχεδία το πρώτο της βράδυ…

(Φωτογραφικό αρχείο Νίκου Ε. Ρηγινού)